μπριόζικος

μπριόζικος
-η, -ο [μπριόζος]
(για μουσική) χαρωπός, κεφάτος, ευχάριστος, ζωηρός.
επίρρ...
μπριόζικα
με κέφι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”